heal.abstract |
Είναι δεδομένο ότι η μάθηση έχει λάβει χώρα στη ζωή όλων των ανθρώπων, οι οποίοι καθώς εξελίσσονται μαθαίνουν καινούρια πράγματα εφόρου ζωής και εμπλουτίζουν περαιτέρω τις γνώσεις του σε οποιοδήποτε επίπεδο. Ο όρος μαθησιακές δυσκολίες που σχετίζεται η παρούσα εργασία χρησιμοποιήθηκε από τον Sammuel Kirk το 1965 με σκοπό να προσδιορίσει τις διαταραχές που έχουν επιπτώσεις στην ικανότητα χρήσης τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου. Μολονότι μπορούν να εμφανιστούν σε πολύ μικρή ηλικία ωστόσο είναι αρκετά δύσκολο να ανιχνευτεί πριν τη σχολική ηλικία αλλά όχι ακατόρθωτο. Οι αιτίες εμφάνισης τους παραμένουν άγνωστες ωστόσο θεωρείται ότι μπορεί κατά κύριο λόγο να είναι κληρονομικές, λόγω τραυματισμού της μητέρας στην εγκυμοσύνη ή λόγω επίδρασης εξωτερικών παραγόντων ή αλλιώς μεταξύ άλλων γενετικών, νεύρο βιολογικών, γνωσιακών και περιβαλλοντικών-συναισθηματικών παραγόντων. Η διάγνωση τους είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο και απαιτεί τη συνεργασία πολλών ειδικών (ψυχολόγος, λογοθεραπευτής, κοινωνικός λειτουργός, ειδικός παιδαγωγός κ.ά.) του εκάστοτε φορέα για να ληφθεί από κοινού η απόφαση και να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις καθώς στη προσχολική ηλικία που βρίσκονται ακόμα τα παιδιά δεν διαφαίνονται σίγουρα "σημάδια". Εάν δηλαδή οφείλονται σε μαθησιακές δυσκολίες ή αναπτυξιακές ανεπάρκειες. Γι' αυτό θα ήταν καλύτερα να πραγματοποιείται ιατρική, ψυχολογική και παιδαγωγική εκτίμηση. Ωστόσο, βάσει του πλήθους και του είδους των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζει την κάθε περίπτωση αναλογεί και κάποια "ταμπέλα" που εικονίζει το άτομο. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν αδυναμία στη συγκέντρωση της προσοχής τους, έχουν φτωχό λεξιλόγιο και περιορισμένο προφορικό λόγο, μειωμένες νοητικές ικανότητες (αντίληψη, σκέψη, προσοχή, μνήμη) ανεπάρκειες στη ψυχοκινητικότητα, καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, κουράζονται εύκολα και παραλείπουν λέξεις και γράμματα. Αυτά μπορούν να εκτιμηθούν είτε με επίσημα είτε με ανεπίσημα τεστ που χορηγούνται από ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό. Οι μαθησιακές δυσκολίες εμφανίζονται σε ποικίλες μορφές (π.χ. δυσλεξία, δυσορθογραφία, δυσαριθμησία, δυσλαλία, δυσπραξία, ΔΕΠ-Υ) και εν τούτοις στηριζόμενοι στα χαρακτηριστικά που παρουσιάζει ήδη το παιδί με αυτών που αναλογούν με την ηλικία του παιδιού κατατάσσεται στην κατηγορία αυτών που αρμόζει περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα υπάρχουν γενικές επιπτώσεις (κοινωνικές, συναισθηματικές, συμπεριφοριστικές, γλωσσικές) στο βίο του παιδιού που αν δεν αναγνωριστούν και αντιμετωπιστούν εγκαίρως θα τον συνοδεύουν και μετέπειτα στη σχολική, εφηβική και ίσως ενήλικη ζωή του. Βασικό στοιχείο ως πρώιμης ανίχνευσης ενδείκνυται η γλωσσική επεξεργασία και η φωνολογική επίγνωση/ενημερότητα μαζί με κάποια άλλα ενδεικτικά ελλείμματα που γίνονται αντιληπτά στη προσχολική ηλικία που βρίσκεται το παιδί και μπορεί να εντοπίσει μια έμπειρη νηπιαγωγός, ομοίως και αυτά που εμφανίζουν αναπτυξιακά ή κινητικού συντονισμού προβλήματα ή διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα. Το καλύτερο θα είναι να αντιληφθούμε την κατάσταση από νωρίς προκειμένου να μην υπάρξουν περαιτέρω δυσκολίες και να αντιμετωπιστεί το γρηγορότερο δυνατόν. Είναι σημαντικό να έχει γίνει μια σωστή διάγνωση από τους ειδικούς μέσα από τις διάφορες μεθόδους και τεχνικές που ενδεχομένως χρησιμοποίησαν ώστε να προχωρήσουμε στη διαδικασία της αξιολόγησης (ιστορικό, τεστ, φωνολογική ενημερότητα) και στη συνέχεια στην αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών θέτοντας βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Στο τελευταίο αυτό στάδιο της αντιμετώπισης περιλαμβάνεται η αναγνώριση των δυσκολιών του παιδιού, η σωστή τοποθέτηση και η επιλογή των κατάλληλων μεθόδων διδασκαλίας. Στους τρόπους αντιμετώπισης οι κύριοι αρμόδιοι είναι οι γονείς και ο εκπαιδευτικός που έχουν και οι δύο στενή επαφή με το παιδί. Ο καθένας έχει το δικό του ρόλο αλλά για να λειτουργήσει σωστά πάντα μέρος της επιτυχίας είναι η συνεργασία μεταξύ αυτών. Επιπρόσθετα, υπάρχουν διάφορα μοντέλα σχολικής ένταξης που το καθένα με βάση το πρόγραμμά του "στεγάζει" αυτά τα παιδιά και στοχεύουν κοινά στην ανάδειξη των δυνατοτήτων τους, στην εκπαίδευση και κατάρτιση αφού έχουν ληφθεί οι απαραίτητες αρχές για την υλοποίηση τους. Τέλος, πρέπει να υπάρχει η γνώση της "ετοιμότητας" από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς για το πότε το παιδί είναι πραγματικά έτοιμο να ενταχθεί στη Α' τάξη του δημοτικού ή αν θα πρέπει να επαναλάβει το νήπιο. Ωστόσο, η παρατήρηση της νηπιαγωγού και η χορήγηση από τα τεστ σχολικής ετοιμότητας θα βοηθήσουν για αυτή την απόφαση και εφόσον έχει αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό το προφορικό λόγο/γλώσσα, τις νοητικές του ικανότητες και την κινητική του δεξιότητα που πρέπει να έχει κατακτήσει το παιδί σε μικρή ηλικία θα είναι έτοιμο να εισαχθεί και να ανταπεξέλθει στις σχολικές απαιτήσεις της Α' τάξης που εφαρμόζονται με ποικίλες δραστηριότητες. |
el |