heal.abstract |
Στη δεκαετία του 2000, όπως και στην προηγούμενη δεκαετία, παρατηρείται το φαινόμενο της περιορισμένης αυξήσεως των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων, ενώ στην ίδια περίοδο παρατηρούνται υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων ακόμη και στους κλάδους στους οποίους η Ελλάδα κατέχει ουσιαστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Επίσης, τα τελευταία έτη αυξάνεται με ταχύ ρυθμό και το εύρος των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, που περιλαμβάνουν τώρα και εισαγωγές προϊόντων τα οποία παράγονται ευρέως και στην Ελλάδα (π.χ. όσπρια, εσπεριδοειδή, πατάτες, ντομάτες, φρούτα, κ.ά.). Είναι προφανές ότι τα ξένα προϊόντα έχουν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες από την ταχεία αύξηση της εγχώριας ζητήσεως, τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και της παγκοσμιοποιήσεως και έχουν διεισδύσει με επιτυχία στην ελληνική αγορά, κάτι που δεν ισχύει για τα ελληνικά προϊόντα, τα οποία χάνουν μερίδιο τόσο στην εγχώρια όσο και στις ξένες αγορές παρά την αναμφισβήτητη φυσική ποιότητά τους και την γενικότερη προτίμησή τους από τους καταναλωτές. Οι αιτίες αυτών των δυσμενών εξελίξεων θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην ακολουθούμενη αγροτική πολιτική, όπως προαναφέρθηκε, όσο και στη γενικότερη μακροοικονομική πολιτική της χώρας που ευνοεί την ταχεία αύξηση των εγχώριων εισοδημάτων (δηλαδή του κόστους εργασίας) και της εγχώριας ζητήσεως εις βάρος πάντοτε της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Ειδικότερα, το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας με την Ρουμανία είναι ελλειμματικό την διετία 2005-2006 και μετατρέπεται σε πλεονασματικό την επόμενη διετία 2007-2008 ενώ μειώνεται την περίοδο 2008-2009 παραμένοντας σε θετικό πρόσημο. Η σταθερά θετική εξέλιξη των εξαγωγών και η διατήρηση των εισαγωγών στα ίδια σχετικά επίπεδα κατά τη διάρκεια της περιόδου 2005-2009 επέτρεψαν τη σταδιακή μείωση του εμπορικού ελλείμματος και τη μετατροπή του σε πλεόνασμα. Ειδικά το 2008 εμπορικό πλεόνασμα σημείωσε άκρως εντυπωσιακή αύξηση. Πράγματι οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων βελτιώθηκαν κατά 22% το 2006/2005, κατά 61,4% το 2007/2006 και περαιτέρω κατά 36,5% το 2008/2007 ενώ το 2009/2008 διαμορφώθηκε στο 28,7%. Η σημαντική αυτή ανάκαμψη των εξαγωγών διαχέεται σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες προϊόντων που απαρτίζουν το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Διαχρονικά το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο Ελλάδας - πΓΔΜ παρέμενε σταθερά πλεονασματικό για τη χώρα μας μέχρι και το 2008. Από την άλλη πλευρά, ο όγκος του διμερούς αγροτικού εμπορίου που στην 5ετια 2004-2008 παρουσίασε θεαματική αύξηση (ήδη μεταξύ των ετών 2003 και 2007 έχει υπερδιπλασιαστεί), παρουσίασε κάμψη το 2009 και πάλι, η εξέλιξη αυτή και η μείωση των συναλλαγών θα πρέπει να αποδοθεί σε οικονομικά αίτια, σχετιζόμενα με την οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τα πρόσφατα ειδικότερα προβλήματα της οικονομίας μας. Πάντως, το 2009 η εμφάνιση προβλημάτων στην ελληνική οικονομία είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των εισαγωγών μας γενικώς, περιλαμβανόμενων και αυτών από την πΓΔΜ με μικρότερη υποχώρηση των εξαγωγών μας προς την εν λόγο χώρα, με τελικό αποτέλεσμα τη διεύρυνση του υπέρ ημών πλεονάσματος του διμερούς εμπορικού ισοζυγίου. Σύμφωνα με την επισκόπηση των διμερών σχέσεων Ελλάδας - Βουλγαρίας συνολικά κατά τα τελευταία έτη οδηγεί στην διαπίστωση ότι, με την εξαίρεση του 2009, ο όγκος του διμερούς αγροτικού εμπορίου παρουσιάζει σταθερή αυξητική τάση, η δε συνεργασία στον εμπορικό τομέα μεταξύ των δύο χωρών εξελίσσεται ακόμα ομαλά, χωρίς αξιόλογα τεχνικά προβλήματα, ιδιαίτερα, και πρέπει να τονιστεί για μια ακόμη φορά αυτό, μετά την ένταξη της Βουλγαρίας στην ΕΕ και την εκ μέρους της συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο. Συγχρόνως και οι δύο πλευρές αξιοποιούν, σε μεγάλο βαθμό, τις παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητές τους όπως αυτές αποτυπώνονται στην ευρύτατη γκάμα των προϊόντων που εξάγουν και αφήνουν πολλές υποσχετικές για το μέλλον και την περαιτέρω εξέλιξη των διμερών σχέσεων. Ολοκληρώνοντας, σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να τονιστεί πως για την εξέλιξη και ανάπτυξη του ελληνικού αγροτικού τομέα θεωρείται απαραίτητη η επίλυση των βασικών διαρθρωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, ο εκσυγχρονισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των καλλιεργητικών πρακτικών και υποδομών, και η επιλογή ποικιλιών με ικανοποιητική απόδοση και υψηλή ποιότητα (Alpha Bank, 2009, Βακάκης, 2009, Δαγκαλίδης, 2008, ΠΑΣΕΓΕΣ, Ε.Γ.Ε.Τ, 2007). Η ορθολογική χρήση των εισροών και η σωστή διαχείριση των υδάτινων πόρων μπορούν, επίσης, να συμβάλουν στη βελτίωση και διατήρηση του τομέα. Παράλληλα, πρέπει να δοθεί βαρύτητα στη συμβολαιακή γεωργία, και στην εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης, βιολογικής καλλιέργειας, παραγωγής προϊόντων ονομασίας προέλευσης και χρήσης σημάτων ποιότητας, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της εσωτερικής παραγωγής σε σχέση με τα εισαγόμενα προϊόντα. Τέλος, η κατάρτιση και ενημέρωση των παραγωγών, η δημιουργία συμπράξεων και δικτυώσεων για την καλύτερη οργάνωση του τομέα, η προώθηση διεπαγγελματικών συμφωνιών, η εκπόνηση και υλοποίηση προγραμμάτων ανάπτυξης κλαδικής υποδομής και ποιοτικής βελτίωσης των προϊόντων του τομέα, και η ανάπτυξη της έρευνας μπορούν να συμβάλλουν στην προστασία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, καθώς και στην προσαρμογή των προϊόντων στις ανάγκες της αγοράς. |
el |