heal.abstract |
Ο κλάδος της ποτοποιίας υπάγεται στις μεταποιητικές βιομηχανίες και συγκεκριμένα στη Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών. Κατέχει την τρίτη θέση από πλευράς βαρύτητας στη Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών καθώς στον κλάδο της ποτοποιίας: • Ανήκει ποσοστό της τάξης του 13% του συνολικού αριθμού τον επιχειρήσεων της εν λόγω βιομηχανίας. • Απασχολείται το 14% του εργατικού δυναμικού της Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών. • Ο κλάδος της ποτοποιίας αντιπροσωπεύει το 17% των συνολικών πωλήσεων της Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών. Η ελληνική αγορά ποτοποιίας και ειδικά εκείνη των αλκοολούχων ποτών ακολουθεί τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής αγοράς με μία χρονική υστέρηση. Αυτό που παρατηρείται πλέον στις δύο αγορές είναι ότι παράγοντες όπως η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων σε πιο υγιεινά πρότυπα αλλά και η υψηλή φορολογία οδήγησαν την αγορά σε στασιμότητα. Ο κλάδος ποτοποιίας, στο σύνολό του, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη περιορισμένου αριθμού μεγάλων επιχειρήσεων, στην πλειονότητά τους θυγατρικές μεγαλύτερων και σημαντικού αριθμού μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κυρίως οικογενειακές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή παραδοσιακών ποτών όπως ούζο και τσίπουρο. Τα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τόσο το ούζο όσο και το τσίπουρο, προστατεύονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία βελτιώνοντας τη θέση τους στο διεθνή χώρο και την πορεία των εξαγωγών όπου παρουσιάζονται ευκαιρίες ακόμη και για μικρομεσαίες μονάδες με σημαντικά πλεονεκτήματα στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγικής δομής και των δικτύων διανομής. Τα πλεονεκτήματα αυτά αντισταθμίζουν το μειονέκτημα της χαμηλής τιμής εξαγωγής που χαρακτηρίζουν τον κλάδο το τελευταίο καιρό. Τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί πολλές σημαντικές αλλαγές στην βιομηχανία γενικά και ειδικότερα στην βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Η χρήση της, συνεχώς αυξανόμενης ,τεχνολογίας στην διαδικασία παραγωγής αλκοολούχων ποτών, οι εισερχόμενες πρώτες ύλες και τα διάφορα συστατικά που χρησιμοποιούνται, σε μία σύγχρονη μονάδα ποτοποιίας ,προκαλούν συχνά κινδύνους σε ότι αφορά την ασφάλεια του προϊόντος. Η ασφαλέστερη και οικονομικά συμφέρουσα μέθοδος για τον έλεγχο των φυσικών, χημικών και μικροβιολογικών κινδύνων που μπορεί να μολύνουν ένα προϊόν σε κάποιο στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, είναι η εγκατάσταση ενός συστήματος όπου θα αναλύονται οι πιθανοί κίνδυνοι που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά ένα προϊόν, ενώ παράλληλα θα αναπτύσσεται και ο κατάλληλος τρόπος δράσης καταπολέμησης των κινδύνων αυτών. Το πλέον γνωστό σύστημα τέτοιου είδους είναι το σύστημα HACCP. To HACCP (Hazard Analysis and Critical Control Point) αποτελεί μια συστηματική προσέγγιση για την αναγνώριση και την εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με όλα τα στάδια παραγωγής ενός προϊόντος μέχρι την κατανάλωση του. Αποτελεί ένα σύστημα διασφάλισης της ασφάλειας του προϊόντος που, αναγνωρίζοντας τα κρίσιμα σημεία ελέγχου (CCP) εντοπίζει τους πιθανούς κινδύνους με σκοπό την καταπολέμηση τους. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κανονισμός 852/2004) ξεκαθαρίζεται ότι: «κάθε επιχείρηση που εμπορεύεται, παράγει και διακινεί τρόφιμα, είναι αναγκασμένη από το νόμο να εφαρμόζει σύστημα HACCP το οποίο δεν είναι απαραίτητο να είναι πιστοποιημένο». Εδώ ακριβώς εμφανίζεται το πρότυπο ISO 22000 η πιστοποίηση θα μπορούσαμε να πούμε ενός συστήματος HACCP. Στην παρούσα εργασία αναλύεται η δομή και ο τρόπος εφαρμογής του ISO 22000, σε μία σύγχρονη μονάδα ποτοποιίας, συμπεριλαμβανομένου και των 7 αρχών που διέπουν το σύστημα HACCP. Αναφέρεται επίσης η διαδικασία παραγωγής ούζου και τσίπουρου, μια απλή παρουσίαση των σταδίων παραγωγής σύμφωνα πάντα με όσα προβλέπει το πρότυπο ISO 22000. Εντοπίζονται τα κρίσιμα σημεία ελέγχου (CCPs) στη διαδικασία παραγωγής και ο τρόπος αντιμετώπισης των πιθανών κινδύνων |
el |