Ιδρυματικό Αποθετήριο Τ.Ε.Ι. Πελοποννήσου

Καταγραφή των παρασίτων του δάκου της ελιάς Bactrocera oleae (Diptera Tephritidae) στην Αρκαδία

Αποθετήριο DSpace/Manakin

Εμφάνιση απλής εγγραφής

dc.contributor.author Γολεγός, Νικόλαος el
dc.date.accessioned 2020-01-13T11:53:56Z
dc.date.available 2020-01-13T11:53:56Z
dc.date.issued 2020-01-13
dc.identifier.uri http://nestor.teipel.gr/xmlui/handle/123456789/18671
dc.rights Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Ηνωμένες Πολιτείες *
dc.rights.uri http://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/3.0/us/ *
dc.title Καταγραφή των παρασίτων του δάκου της ελιάς Bactrocera oleae (Diptera Tephritidae) στην Αρκαδία el
heal.type Προπτυχιακή/Διπλωματική εργασία
heal.keyword Ελιά el
heal.keyword Ασθένειες el
heal.keyword Εχθροί el
heal.keyword Νομός Αρκαδίας el
heal.keyword Πειραματική μελέτη el
heal.language el
heal.access free
heal.recordProvider ΤΕΙ Πελοποννήσου, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής el
heal.publicationDate 2016-12-08
heal.abstract Ο δάκος της ελιάς Bactrocera oleae (Gmelin) (Diptera: Tephritidae) είναι ο πιο σοβαρός εχθρός του ελαιόκαρπου στον κόσμο. Είναι γνωστό κυρίως από την περιοχή της Μεσογείου της νότιας Ευρώπης, και βρίσκεται επίσης στη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, και κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Αφρικής, στη Νότια Αφρική. Είναι γενικά αποδεκτό από τους ερευνητές ότι το έντομο αυτό μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου όπου καλλιεργούνται τα ελαιόδεντρα (Economopoulos, 2002; Eliopoulos, 2007; Daane & Johnson, 2010). Είναι σε θέση να μειώσει την απόδοση των καλλιεργειών με διάφορους τρόπους. Τα ενήλικα θηλυκά τραυματίζουν τον καρπό μέσω της ωοτοκίας τους σε ώριμους καρπούς. Η προνύμφη ορύσσει στοά στο μεσοκάρπιο, και όταν συμπληρώσει την ανάπτυξή της νυμφώνεται το μεν θέρος συνήθως μέσα στον καρπό, το δε φθινόπωρο και τον χειμώνα στο έδαφος σε μικρό βάθος. Η οπή ωοτοκίας του δάκου και η σίτιση των προνυμφών στο μεσοκάρπιο προκαλεί απώλεια απόδοσης εξαιτίας της κατανάλωσης πολτού και της πρόκλησης πρόωρης πτώσης των καρπών (Corrado et al., 2012). Επιπρόσθετα, δημιουργούν κανάλια στο εσωτερικό του καρπού κατά τη διάρκεια της σίτισης, επιτρέποντας έτσι την είσοδο δευτερογενούς μόλυνσης από βακτήρια (παράσιτα) και μύκητες που σαπίζουν τους καρπούς και μειώνουν την ποιότητα και την ποσότητα του ελαιολάδου, αυξάνοντας σημαντικά και το επίπεδο ελεύθερων λιπαρών οξέων (οξύτητα) του ελαιολάδου (Pavlidi et al., 2013). Έχει υπολογιστεί ότι η μέση απώλεια καλλιεργειών είναι της τάξης του 5-30% της συνολικής παραγωγής της ελιάς, ακόμη και με εντατικά μέτρα ελέγχου των χημικών ουσιών (Corrado et al., 2012). Ο έλεγχος και ο περιορισμός της εξάπλωσης του δάκου λαμβάνει χώρα με τη χρήση χημικών εντομοκτόνων. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει ανάγκη για χρήση πιο φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων ελέγχου, όπως για παράδειγμα η μέθοδος της μαζικής παγίδευσης (mass trapping), της προσέλκυσης σε τοξική επιφάνεια (lure and kill), η τεχνική απελευθέρωσης στείρων εντόμων (Sterile Insect Technique), η χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων (π.χ. ταινίες σωματιδίων με βάση καολίνη) και η βιολογική καταπολέμηση, ο έλεγχος του δάκου εξακολουθεί να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε εντομοκτόνα, ιδιαίτερα τα οργανοφωσφορικά (OPs). Μεταξύ αυτών, τα οργανοφωσφορικά dimethoate χρησιμοποιούνται ευρέως λόγω της χαμηλής διάρκειας παραμονής τους στην ελιά. Στις μέρες μας χρησιμοποιούνται επίσης ως σκευάσματα το πυρεθρινοειδές alpha cypermethrin καθώς και η μακροκυκλική λακτόνη φυσικής προέλευσης spinosad (Skouras et al., 2007). Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα καλύτερα αποτελέσματα χημικού ελέγχου του δάκου έχουν δώσει η εφαρμογή δύο οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων: του fenthion (εμπορική ονομασία Leybacid) και του dimethoate (εμπορική ονομασία Rogor), τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον του δάκου για περίπου τέσσερις δεκαετίες. Το Fenthion ως λιποδιαλυτό, χρησιμοποιείτο για τους ψεκασμούς του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, πριν αρχίσει η ωρίμαση του καρπού και το dimethoate αργότερα, κοντά στην συγκομιδή. Οι ψεκασμοί σταματούν ένα μήνα πριν τη συγκομιδή (Τζανακάκης, 1980). Παρά ταύτα η ανεξέλικτη και μη ορθολογική χρήση τους έχει ως αποτέλεσμα τα επιβλαβή έντομα να αποκτούν ανθεκτικότητα στα αντίστοιχα σκευάσματα, με αποτέλεσμα πολλοί ερευνητές να προσπαθούν να αναπτύξουν εναλλακτικές μεθόδου αντιμετώπισης των εντόμων. Σκοπός των εναλλακτικών μεθόδων αντιμετώπισης του δάκου είναι η εξάλειψή ή ο περιορισμός της χρήση εντομοκτόνων. Σκοπός λοιπόν της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση και καταγραφή των παρασίτων του δάκου της ελιάς στην περιοχή της Αρκαδίας με απώτερο στόχο τη χρησιμοποίησή τους για την βιολογική καταπολέμηση του δάκου της ελιάς. Στην Ελλάδα τα πιο σημαντικά ιθαγενή παράσιτα δάκου είναι 5 εκτοφάγα (εκτοπαράσιτα) Υμενόπτερα της υπεροικογένειας Chalcidoidea: Eupelmus urozonus, Pnigalio mediterraneus, Eurytoma martelli, Eurytoma rosae και Cyrtoptyx dacicida (latipes). Επιπλέον των ανωτέρω εκτοπαράσιτων, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ένα ενδοπαράσιτο Opius concolor, της οικογένειας των Braconidae, το οποίο είναι ιθαγενές της Β. Αφρικής και έχει εισαχθεί σε πολλές μεσογειακές χώρες, όπου έχει απελευθερωθεί στους ελαιώνες και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει εγκλιματισθεί. Τα παράσιτα της υπεροικογένειας Chalcidoidea αναπτύσσονται εις βάρος των προνυμφών του δάκου, το ενδοπαράσιτο Opius concolor ωοτοκεί στις προνύμφες του δάκου, οι οποίες βρίσκονται μέσα στο καρπό του δένδρου ενώ το εκτοπαράσιτο Pnigalio mediterraneus προσβάλλει ακόμα τον πυρηνοτρήτη και συγκεκριμένα τη φυλλόβια γενεά, εκτός από το δάκο (Bigler et al., 1986). Η βιολογική καταπολέμηση του δάκου της ελιάς με τη χρήση παράσιτων εντόμων του δάκου παρουσιάζει δύο μειονεκτήματα: το υψηλό κόστος που έχει η παραγωγή μεγάλου αριθμού παρασίτων καθώς και το γεγονός ότι η εφαρμογή της δε θα πρέπει να γίνεται σε ελαιώνες που γειτνιάζουν με άλλους ελαιώνες στους οποίους δεν εφαρμόζεται η βιολογική καταπολέμηση. Επιπλέον υπάρχουν τρεις σημαντικές δυσκολίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη ευνοϊκών συνθηκών για τη δημιουργία εργαστηριακού πληθυσμού παρασίτων και αυτές είναι: το μικρό ποσοστό των πληθυσμών των παρασίτων σε σύγκριση με αυτό του δάκου, το οποίο είναι μικρότερο από 5%, η ευαισθησία τους στις χαμηλές θερμοκρασίες και ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται (Hoelmer et al., 2011). Ωστόσο, σε κάποιες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α. έχει γίνει εργαστηριακή εκτροφή του Opius concolor, αναπτυσσόμενο σε μύγα της Μεσογείου, και στην συνέχεια ακολούθησε απελευθέρωσή του με σκοπό να επιτευχθεί ο καλύτερος δυνατός βιολογικός έλεγχος του δάκου (Yokoyama et al. 2008; 2011). Προκειμένου λοιπόν να γίνει μια πιο ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη έρευνα του δάκου και ως εκ τούτου των παρασίτων αυτού, κρίνεται απαραίτητη η αναφορά στο ξενιστή του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η ελιά. Μέσα από την μελέτη της βιολογίας του ξενιστή γίνεται αντιληπτός και ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η βιολογία και ο τρόπος ζωής του επιβλαβούς εντόμου και των παρασίτων που συνδέονται με αυτό. el
heal.advisorName Σκούρας, Παναγιώτης el
heal.committeeMemberName n/a el
heal.academicPublisher ΤΕΙ Πελοποννήσου el
heal.academicPublisherID teipel
heal.fullTextAvailability true


Αρχεία σε αυτό το τεκμήριο

Οι παρακάτω άδειες σχετίζονται με αυτό το τεκμήριο:

Αυτό το τεκμήριο εμφανίζεται στην ακόλουθη συλλογή(ές)

Εμφάνιση απλής εγγραφής

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Ηνωμένες Πολιτείες Εκτός από όπου ορίζεται κάτι διαφορετικό, αυτή η άδεια περιγράφετε ωςΑναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 3.0 Ηνωμένες Πολιτείες

Αναζήτηση Αποθετηρίου


Σύνθετη Αναζήτηση

Πλοήγηση

Ο Λογαριασμός μου

Στατιστικές